- ἐλαιοκομία
- ἐλαιοκομίᾱ , ἐλαιοκομίαthe cultivation of olivesfem nom/voc/acc dualἐλαιοκομίᾱ , ἐλαιοκομίαthe cultivation of olivesfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαιοκομία — η (Α ἐλαιοκομία) η καλλιέργεια ελαιόδεντρων νεοελλ. κλάδος τής γεωπονικής που ασχολείται με την καλλιέργεια τής ελιάς … Dictionary of Greek
ελαιοκομία — η κλάδος της γεωπονίας, που ασχολείται με τη μεθοδική καλλιέργεια της ελιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοκομικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιοκομία (βλ. λ.): Ελαιοκομικός σταθμός. 2. το θηλ. ως ουσ., ελαιοκομική η ελαιοκομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοκομικός — ή, ό (Α ἐλαιοκομικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιοκομία («ελαιοκομικά προϊόντα») … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek